ΒΙΟΓΡΑΦΙΑ
Η Ραύκος λοιπόν, υπήρξε η πατρίδα του Αγίου Μύρωνα. Η σχετική μ' αυτόν ιστορική παράδοση είναι πενιχρή, καθώς οι βίοι και τα συναξάρια που έχωμε στις διαθέσεις μας δεν διαφωτίζουν επαρκώς για τη ζωή και τη δράση του. Η γέννηση του τοποθετείται περί το 250 μ.Χ, στα χρόνια του αυτοκράτορα Δεκίου και ο θάνατος του (κοίμησις, όπως συνηθίζεται στην ορολογία της εκκλησίας), περί το 350 μ.Χ.
Ανήλθε στον επισκοπικό θρόνο της Γόρτυνας περί το 320-330 μ.Χ. Ωστόσο εδώ η παράδοση διχάζεται. Δηλαδή, έχει γεννηθεί ζήτημα, αν υπήρξε επίσκοπος Γόρτυνας, δηλαδή Πρόεδρος Κρήτης ή ήταν απλώς Επίσκοπος Κνωσού. Κι αυτό γιατί τα παλαιότερα κείμενα τον φέρνουν ως επίσκοπο (Γόρτυνας) Κρήτης, ενώ τα νεότερα ως επίσκοπο Κνωσού. Χωρίς αμφιβολία πρέπει να δεχτούμε τη μαρτυρία του αρχαιότερου βίου του, ενός σχετικά αξιόπιστου κειμένου του 10ου ή των αρχών του 11ου αιώνα, που τον φέρει ως <<Πρόεδρον Κρήτης>>, δηλαδή επίσκοπο (Γόρτυνας) Κρήτης. Σε ότι αφορά δε τη νεότερη αγιολογική παράδοση που τον φέρει ως επίσκοπο Κνωσού, αυτή φαίνεται να οφείλεται στη μεταφορά της παλαιάς επισκοπής Κνωσού στη πόλη Ραύκο, δηλαδή στον Άγιο Μύρωνα κατά τη δεύτερη βυζαντινή περίοδο στο νησί.
Ο Άγιος γεννήθηκε από γονείς ευγενείς και ευσεβείς. Η γέννηση και η ανατροφή του συνέπεσε με τα δύσκολα χρόνια των διωγμών του Δεκίου, γι αυτό άλλωστε και οι γονείς του προσπάθησαν με μεγάλη επιμέλεια να τον αναθρέψουν σωστά και να τον προφυλάξουν από τις αμαρτωλές επιδράσεις της ειδωλολατρείας της εποχής εκείνης. Ήδη από την παιδική του ηλικία ήταν εμφανής η μελλοντική εξελιξή του στους κόλπους της εκκλησίας, γιατί ήταν φρόνιμος και συνετός, απέφευγε τις παιδικές επιπολαιότητες και συνήθειες και έδειχνε υπακοή στους γονείς του.
Από μικρό παιδί φάνηκε ο φιλάνθρωπος χαρακτήρας του καθώς και οι θαυματουργικές ικανότητες του, γεγονός που αποδεικνύεται από τα πάμπολλα θαύματα που έκανε. Ένα χαρακτηριστικό είναι αυτό με τα σταφύλια και το κρασί.
Μια χρονιά, λέει η παράδοση, μοίρασε στους φτωχούς όλα τα σταφύλια από τα αμπέλια της οικογένειάς του. Η μητέρα του του έκανε τη παρατήρηση πως όλο το χρόνο κοπίαζαν για το αμπέλι εκείνο και τώρα δεν έμειναν σταφύλια για να κάνουν κρασί. Εκείνος όμως χωρίς να αντιμιλήσει στη μητέρα του της είπε χαρακτηριστικά: <<Εφύλαξεν και για μας ο Θεος μητέρα!>> Πήγε στο αμπέλι και βρήκε μόνο ένα τσαμπί σταφύλι με τρεις ρόγες. Το έφερε στο σπίτι και το έβαλε στο ποτήρι. Αμέσως άρχισε να τρέχει ο μούστος, έως ότου γέμισαν τα βαρέλια της οικογένειας καθώς και όλου του χωριού.
Όταν ο Μύρων μεγάλωσε εξασκούσε το επάγγελμα του γεωργού. Και σ' αυτή τη φάση της ζωής του εξακολουθούσε να βοηθά όλους τους ανθρώπους με όποιο τρόπο μπορούσε. Χόρταινε τους πεινασμένους, έντυνε τους γυμνούς, φρόντιζε τις χήρες και τα ορφανά, υποδεχόταν τους ξένους και γενικά προσέφερε κάθε είδους βοήθεια στους αναξιοπαθώντες. Είναι χαρακτηριστικά της συμπεριφοράς του δύο περιστατικά τα οποία συντελέστηκαν την περίοδο αυτή.
Το πρώτο, συνέβη ένα βράδυ, όταν ο Άγιος αντιλήφθηκε ότι είχαν πάει κλέφτες να κλέψουν το σιτάρι από το αλώνι του. Οι κλέφτες νόμισαν ότι κοιμάται. Γέμισαν τα σακιά και ο ένας με τη βοήθεια του άλλου τα φορτώθηκαν στον ώμο τους και έφυγαν. Ο τελευταίος όμως δεν είχε βοήθεια και δυσκολευόταν να σηκώσει το σακί στον ώμο του. Τότε ο Άγιος σηκώθηκε και με τα ίδια του τα χέρια έβαλε το σακί στον ώμο του κλέφτη. <<Ο Θεός να σας συγχωρήσει>>, είπε ο Άγιος και ο κλέφτης έφυγε κατάπληκτος.
Το δεύτερο περιστατικό είναι παρόμοιο με το πρώτο. Κλέφτες προσπαθούσαν να κλέψουν από το χωράφι του ρεβύθια. Όταν ο Άγιος τους αντιλήφθηκε αντί να τους καταδιώξει, τους ευλόγησε και δίνοντάς τους τα ρεβύθια τους έστειλε σπίτια παραγγέλοντας τους να μην κάνουν λόγο σε κανέναν για το συμβάν.
Όταν έφτασε σε ηλικία γάμου ο Μύρων, παντρεύτηκε με μια γυναίκα ευσεβή και πιστή. Γρήγορα όμως η σύζυγός του πέθανε και εκείνος, αφού απελευθερώθηκε από τα δεσμά της συζυγίας αφιερώθηκε απερίσπαστος στο Θεό. Μελετούσε καθημερινά τα Ιερά Κείμενα, νήστευε και προσευχόταν ενώ παράλληλα συνέχιζε το φιλάνθρωπο έργο του. Επειδή έγινε γνωστή η αρετή του, χειροτονήθηκε πρώτα Αναγνώστης και στη συνέχεια χειροτονήθηκε Πρεσβύτερος. Στα χρόνια που ακολούθησαν, επί Μεγάλου Κωνσταντίνου, όταν πλέον σταμάτησαν οι διωγμοί, ο Μύρων επιδόθηκε με μεγαλύτερο ζήλο στο κήρυγμα του Ευαγγελίου, διδάσκοντας όχι μόνο με τα λόγια του αλλά κυρίως με τα έργα του και την αρετή του.
Η φήμη του γρήγορα απλώθηκε παντού γι' αυτό και όταν πέθανε ο Επίσκοπος Κρήτης, όλοι, κλήρος, άρχοντες και λαός στράφηκαν σ' αυτόν και τον παρακάλεσαν να αναλάβει τη διαποίμανση των ψυχών τους. Έτσι ο Μύρων χειροτονήθηκε Επίσκοπος Κρήτης και με αυτό το αξίωμα πλέον συνέχισε τη θαυματουργική δράση του και το φιλάνθρωπο έργο του.
Κάποτε, ενώ περιόδευε-σύμφωνα με τη συνήθεια των Αρχιερέων-την επαρχία του, έπρεπε να περάσει το ποτάμι, που λεγόταν τότε Τρίτων, το σημερίνο Γιόφυρο. Όμως ήταν χειμώνας και το ποτάμι είεχε πλημμυρίσει. Όταν έφτασε, σταύρωσε τα νερά με την αρχιερατική του ράβδο και σταμάτησε η φυσική ροή του ποταμού, ώστε να περάσει αυτός και η συνοδεία του. Στη συνέχεια έδωσε στο διάκο του τη ράβδο και του είπε να σταυρώσει τα νερά. Έτσι το ποτάμι συνέχισε να τρέχει.
Ο Άγιος έζησε μέχρι τα βαθιά γεράματα. Υπολογίζεται ότι κοιμήθητε περίπου εκατό ετών έχοντας αφήσει πίσω του ένα τεράστιο ποιμαντικό και χριστιανικό έργο και προετοιμάζοντας παράλληλα το δρόμο για την είσοδο στη χριστιανική ζωή εκατοντάδων ανθρώπων από τότε ως σήμερα.
Τόσο κατά τη διάρκεια της ζωή του όσο και μετά τη κοίμησή του, πάμπολλα είναι τα θαύματα τα οποία αποδίδονται στο πρόσωπό το. Απ' αυτά, σ' αυτή τη φάση της εργασίας μας, θα αναφερθούν ορισμένα τα οποία χρονολογούνται στη περίοδο της Τουρκοκρατίας.
Το 1826 λοιπόν, οι Τούρκοι του Μεγάλου Κάστρου, με επικεφαλή τον Χασάν Πασά, επιστράτευσαν εναντίων των χωριών της επαρχίας Μαλεβυζίου. Αφού συνέλαβαν πολλούς από τους κατοίκους τους οδήγησαν στο χωριό Άγιο Μύρωνα και τους κράτησαν αιχμαλώτους δίπλα στο Ναό του, πάνω στη στέγη κάποιου σπιτιού με σκοπό να τους μεταφέρουν την επόμενη στην Πόλη και άλλους να τους θανατώσουν και άλλους να τους τουρκέψουν. Για να εμποδίσουν μάλιστα τυχόν απόδραση τους τοποθέτησαν κατά τη διάρκεια της νύχτας και δεύτερη φρουρά. Όλη τη νύχτα οι αιχμάλωτοι προσεύχονταν και επικαλούνταν τη βοήθεια του Αγίου. Κατά τα μεσάνυχτα παρουσιάστηκε ένα εκτυφλωτικό φως στον ουρανό και σαν πυρίνες γλώσσες κατέβηκε και στάθηκε πάνω από το ναό. Ταυτόχρονα ακούστηκαν δυνατές βροντές και εκκωφαντικοί θόρυβοι. Οι Τούρκοι νόμισαν ότι χριστιανικός στρατός τους είχε περικυκλώσει και επειδή τους κατέλαβε πανικός, έφυγαν τρέχοντας ενώ οι κάτοικοι του χωριού έσπευσαν να απελευθερώσουν τους αιχμαλώτους, οι οποίοι ευχαριστούσαν τον Άγιο για τη σωτηρία τους.
Το 1826 αναφέρονται δύο επίσης σημαντικά θαύματα τα οποία έκανε ο Άγιος και μάλιστα σε Τούρκους.
Ο Χουσείν Αγάς από τις Αρχάνες, ο οποίος μάλιστα είχε λάβει μέρος σε πολλές σφαγές κατά των χριστιανών, είχε τυφλωθεί. Δεν είχε αφήσει μάγο ή γιατρό και να μην τον επισκεφτεί για να θεραπευτεί. Φίλοι του χριστιανοί τον συμβούλεψαν να πάει στην Τήνο, αλλά η Ευαγγελίστρια θέλησε να δοξαστεί ο Άγιος και ο Χουσείν γύρισε από 'κει τυφλός. Όταν ο Χουσείν πληροφορήθηκε ότι ο Άγιος Μύρωνας κάνει θαύματα, ζήτησε και τον έφεραν στο χωριό. Μπήκε στην εκκλησία και γονάτισε μπροστά στον Τάφο του Άγιου. Όλη την ώρα της Θείας Λειτουργίας έμεινε γονατιστός. Όταν ο ιερέας διάβαζε το Ευαγγέλιο, φώναξε ο τυφλός: <<Δόξα να 'χει ο Θεός και τιμή ο Άγιος γέροντας, βλέπω...>>. Πράγματι μετά το τέλος της λειτουργίας, ο Τούρκος Αγάς κατέβηκε στη σπηλιά όπυ ασκήτευε ο Άγιος, έπλυνε τα μάτια του με το θαυματουργό Αγίασμα και έγινε τελείως καλά. Από τότε μέχρι και το 1859 όπου πέθανε επισκεπτόταν πολύ συχνά το χωριό και το ναό του Αγίου και προσέφερε δώρα.
Την ίδια χρονιά, ένας άλλος Τούρκος, ο Μπεντρή Εφέντης, παρά τη σκληρότητα του έδωσε στους κατοίκους του χωριού την άδεια να επισκευάσουν το ναό του Αγίου, παρά το γεγονός ότι κάτι τέτοιο δύσκολα επιτρεπόταν στα χρόνια εκείνα. Ένας άλλος όμως Οθωμανός, ο Χατζή Μουσταφάς, πληροφορούμενος το γεγονός απαγόρευσε τη διαδικασία ανακατασκευής και μάλιστα θέλησε να μετατρέψει το Ναό σε τζαμί. Θανάτωσε λοιπόν τον Μπεντρή και απαγόρευσε στο μοναχό Νελέπο να ξαναμπεί στον ναό. Ενώ όμως έφευγε από το χωριό για το Ηράκλειο, αρρώστησε από δυσεντερία και πέθανε. Έτσι, με τη θαυμαστή επέμβαση του Αγίου διασώθηκε ο ναός του από τη βεβύλωση.
Την ίδια περίοδο, οι Οθωμανοί αποθήκευσαν στο ναό του Αγίου εφόδια και τροφές και τοποθέτησαν φρουρά για τη φύλαξή τους. Κατά τη διάρκεια όμως της νύχτας ακούστηκαν δυνατές βροντές και φοβερός θόρυβος. Οι κάτοικοι ξύπνησαν και έτρεξαν προς το ναό απ' όπου ερχόταν ο θόρυβος. Είδαν τους Τούρκους φρουρούς να φεύγουν και να φωνάζουν ότι ο Ευλιάς, ένας γέροντας με λευκή γενειάδα και χρυσά ενδύματα τους έδιωχνε. Την επόμενη μέρα απομάκρυναν από το ναό τα πολεμοφόδια και τον παρέδωσαν στους χριστιανούς για να τελούν απρόσκοπα τη λατρεία τους.
Το καλοκαίρι του 1861 ήρθε στον Άγιο Μύρωνα από το Ηράκλειο ο Γεώργιος Κολυβάκης μαζί με τη συζυγό του Μαριγώ, η οποία σύμφωνα με τη διάγνωση των γιατρών έπασχε από σοβαρή νευρική ασθένεια. Κατά τη διάρκεια της παραμονής τους στο χωριό η κατάσταση της χειροτέρεψε και οι συγγενείς της, ελπίζοντας στη σταθεραπευτική δύναμη του Αγίου την έφεραν στο Ναό του. Προσκάλεσαν τους ηγουμένους των Μονών Ιερουσαλήμ Μάξιμο και Ελεούσας Μελέτιο, τον εφημέριο του χωριού Άνω Ασιτών Γεώργιο και τους εφημέριους του Ναού Εμμανουήλ και Χατζή-Παπαμιχαήλ. Οι ιερείς για πέντε ολόκληρες ημέρες έκαναν δεήσεις δίπλα στον Τάφο του Αγίου και μαζί μ' αυτούς πολλοί κάτοικοι του χωριού νήστευσαν και προσεύχονταν. Καθημερινά τελούσαν τη Θεία Λειτουργία, ενώ από τον Τάφο του Αγίου σκορπιζόταν θαυμαστή ευωδία, με την οποία γέμιζε ο Ναός. Κατά τη νύχτα της Τεταρτης παρουσιάστηκε στην ασθενή ο Άγιος και την πληροφόρησε ότι τη Παρασκευή θα απαλλασσόταν από την επήρεια του πονηρού πνεύματος. Την Παρασκευή, κατά τη διάρκεια της Θείας Λειτουργίας και ενώ ο ιερέας εκφώνησε το <<Εξαιρέτως...>>, η ασθενής φώναξε δυνατά, τινάχτηκε και έμεινε για μικρό χρονικό διάστημα πάνω στο έδαφος σα νεκρή. Ύστερα από λίγο σηκώθηκε, υγιής πια, δοξολογώντας το Θεό και ευχαριστώντας τον Άγιο για τη θεραπεία της.
Εκτός από τα παραπάνω βεβαίως, έχουν καταγραφεί και πάρα πολλά άλλα θαύματα από την ίδια περίοδο (19ος αι.), τα οποία, κάλλιστα, θα μπορούσαν να αποτελέσουν υλικό για πολλά βιβλία. Αποφασίσαμε ωστόσο για να μην κουράσουμε τους αναγνώστες μας να επιλέξουμε ορισμένα, τα οποία άλλωστε συναρτώνται άμεσα με τις πτυχές της εργασίας μας.