Ο Άγιος Μύρωνας ανήκει στη χορεία των αρχαίων αγίων της Κρήτης. 
Η ζωή και το έργο του είναι αναπόσπαστα συνδεδεμένα με την αρχαία πόλη της Ραύκου ,η οποία υπήρξε η πατρίδα του αγίου και προς τιμήν του μετονομάστηκε αργότερα σε Άγιο Μύρωνα.

Το χωριό του Άγιος Μύρωνας είναι η πρωτεύουσα της επαρχίας Μαλεβιζίου .Κτισμένο πάνω στη κορυφή διάσελου ,σε υψόμετρο 140μετρα,δεσποζει σε ολόκληρη την επαρχία και η θέα που αντικρίζει κανείς προς όλη την περιοχή είναι πανοραμική.

Οι κάτοικοι του ασχολούνται κυρίως με τη γεωργία και τη κτηνοτροφία χωρίς βεβαίως αυτό, αυτόματα να παραπέμπει σ ένα παλιό παραδοσιακό χωριό. 

Ο σύγχρονος τρόπος ζωής έχει αφήσει το στίγμα του και σ αυτό το χωριό όπου συνυπάρχουν αρμονικά το παλιό και το καινούργιο .
Οι νέες οικοδομικές δραστηριότητες κατοίκων ή δημόσιων κτηρίων ελκύουν τα μάτια των επισκεπτών και οι ποικίλες πολιτιστικές δραστηριότητες που πραγματοποιούνται κάνουν τον Άγιο Μύρωνα σημείο αναφοράς σε ολόκληρο το νομό Ηρακλείου.

Παρόλο που χιλιομετρικά η απόσταση από την πρωτεύουσα του νομού είναι μικρή (περίπου 20 χιλ) ωστόσο η ζωή των κατοίκων χαρακτηρίζεται σε μεγάλο βαθμό από αυτάρκεια τόσο σε είδη πρώτης ανάγκης όσο και σε επίπεδο υπηρεσιών. 

Πιο συγκεκριμένα, το χωριό διαθέτει σχολεία πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης ,ταχυδρομείο καθώς επίσης και αστυνομικό τμήμα, ενώ παράλληλα τα διάφορα καταστήματα ειδών πρώτης ανάγκης ,σουπερ και μίνι μάρκετ ,βενζινάδικο ,καφετέριες και ταβέρνες ,κάνουν τη ζωή των κατοίκων πιο άνετη και ευχάριστη.

Εκείνο που ωστόσο κάνει το χωριό Άγιο Μύρωνα να ξεχωρίζει είναι η σύνδεση του όπως αναφέρθηκε παραπάνω, με την αρχαία πόλη της Ραύκου στη θέση της οποίας κτίστηκε καθώς επίσης και με τον ομώνυμο Άγιο, ο οποίος γεννήθηκε, έδρασε και κοιμήθηκε σε αυτή την περιοχή.

Δυστυχώς ανασκαφικές έρευνες δεν έχουν γίνει ώστε να έχουμε σήμερα μια εικόνα αρχαιολογικά τεκμηριωμένη για την αρχαία Ραύκο. 

Οι πληροφορίες μας περιορίζονται κυρίως σε όστρακα ελληνικών και ρωμαϊκών χρόνων, λαξευμένες πέτρες, πλούσιο οικοδομικό υλικό από τα κατεστραμμένα κτίρια, νομίσματα, επιγραφές, τυχαία ευρήματα και παραδόσεις.

Η αρχαιότερη αναφορά που έχει σωθεί για τη Ραύκο γίνεται από το Σκύλακα (Περιπλους,47),ο οποίος τοποθετεί την πόλη νότια της Κνωσού και κοντά στη Γόρτυνα. Επίσης ο Αιλιανός στο έργο του <<περί Ζώων>> διέσωσε ένα μικρό απόσπασμα από τα <<Κρητικά>> του Αντήνορα ,στο οποιο αναφέρεται ένας μύθος για την ίδρυση της Ραύκου. Κατά την κλασική και ελληνιστική περίοδο η Ραύκος αναφέρεται πολύ συχνά στην ιστορία της Κρήτης .Ο πόλεμος και οι συμμαχίες των πόλεων-κρατών αυτής της περιόδου (Κνωσού και Γόρτυνας) επηρέαζαν τη ζωή και της Ραύκου.

Αλλά και στους επόμενους αιώνες ,Ρωμαϊκά χρόνια ,Βυζαντινά ,Βενετοκρατία, Τουρκική και Γερμανική κατοχή ,η περιοχή έπαιξε πρωταγωνιστικό ρόλο στις ιστορικές εξελίξεις για τις οποίες θα μπορούσαν να γραφτούν πολλά .

Η Ραύκος λοιπόν ,υπήρξε η πατρίδα του Αγίου Μύρωνα .

Η σχετική μ αυτόν ιστορική παράδοση είναι πενιχρή ,καθώς οι βίοι και τα συναξάρια που έχουμε στη διάθεση μας δεν διαφωτίζουν επαρκώς για τη ζωή και τη δράση του. 
Η γέννηση του τοποθετείται περί το 250 μΧ, στα χρόνια του αυτοκράτορα Δεκίου και ο θάνατος του(κοίμησης, όπως συνηθίζεται στην ορολογία της εκκλησίας),περί το 350 μΧ.

Ανήλθε στον επισκοπικό θρόνο της Γορτύνης περί το 320-330 μΧ. Ωστόσο εδώ η παράδοση διχάζεται. Δηλαδή ,έχει γεννηθεί ζήτημα ,αν υπήρξε επίσκοπος Γορτύνης, δηλαδή πρόεδρος Κρήτης ή ήταν απλώς Επίσκοπος Κνωσού. Κι αυτό γιατί τα παλαιότερα κείμενα που τον φέρουν ως επίσκοπο (γορτύνης) Κρήτης ,ενώ τα νεότερα ως επίσκοπο Κνωσού. 

Χωρίς αμφιβολία πρέπει να δεχτούμε τη μαρτυρία του αρχαιότερου βίου του, ενός σχετικά αξιόπιστου κειμένου του 10ου αιώνα ή των αρχών του 11ου αιώνα, που τον φέρει ως <<πρόεδρον Κρήτης >>,δηλαδή επίσκοπο (Γορτύνης)Κρήτης . Σε ότι αφορά δε τη νεότερη αγιολογική παράδοση που τον φέρει ως επίσκοπο Κνωσού, αυτή φαίνεται να οφείλεται στη μεταφορά της παλαιάς επισκοπής Κνωσού στη πόλη Ραύκο, δηλαδή στον Άγιο Μύρωνα κατά τη δεύτερη βυζαντινή περίοδο στο νησί.

Ο Άγιος γεννήθηκε από γονείς ευγενείς και ευσεβείς. Η γέννηση και η ανατροφή του συνέπεσε με τα δύσκολα χρόνια των διωγμών του Δεκίου, γι’άυτο άλλωστε και οι γονείς του προσπάθησαν με μεγάλη επιμέλεια να τον αναθρέψουν σωστά και να τον προφυλάξουν από τις αμαρτωλές επιδράσεις τις ειδωλολατρίας της εποχής εκείνης. 

Ήδη από την παιδική του ηλικία ήταν εμφανής η μελλοντική εξέλιξη του στους κόλπους της εκκλησίας ,γιατί ήταν φρόνιμος και συνετός ,απέφευγε τις παιδικές επιπολαιότητες και συνήθειες και έδειχνε υπακοή στους γονείς του. 
Από μικρό παιδί φάνηκε ο φιλανθρωπικός χαρακτήρας του καθώς και οι θαυματουργές ικανότητες του, γεγονός που αποδεικνύεται από τα πάμπολλα θαύματα που έκανε. Ένα χαρακτηριστικό είναι αυτό με τα σταφύλια και το κρασί.

Μια χρονιά, λέει η παράδοση , μοίρασε στους φτωχούς όλα τα σταφύλια από τα αμπέλια της οικογένειας του. Η μητέρα του έκανε την παρατήρηση πως όλο το χρόνο κόπιαζαν για το αμπέλι εκείνο και τώρα δεν έμειναν σταφύλια για να κάνουν κρασί. 

Εκείνος όμως χωρίς να αντιμιλήσει στην μητέρα του της είπε χαρακτηριστικά <<εφύλαξεν και για μας ο θεός ,μητέρα!>>. Πήγε στο αμπέλι και βρήκε μόνο ένα τσαμπί σταφύλι με τρεις ρόγες. Το έφερε στο σπίτι και το έβαλε στο ποτήρι. Αμέσως άρχισε να τρέχει ο μούστος, έως ότου γέμισαν τα βαρέλια της οικογένειας καθώς και όλου του χωριού.

Όταν ο Μύρων μεγάλωσε εξασκούσε το επάγγελμα του γεωργού. Και σ αυτήν τη φάση της ζωής του εξακολούθησε να βοηθάει όλους τους ανθρώπους με όποιον τρόπο μπορούσε. Χόρταινε τους πεινασμένους ,έντυνε τους γυμνούς ,φρόντιζε τις χήρες και τα ορφανά, υποδεχόταν τους ξένους και γενικά προσέφερε κάθε είδους βοήθεια στους αναξιοπαθούντες. Είναι χαρακτηριστικά της συμπεριφοράς τα οποία συντελέστηκαν την περίοδο αυτή.

Το πρώτο ,συνέβη ένα βράδυ ,όταν ο Άγιος αντιλήφθηκε ότι είχαν πάει κλέφτες να κλέψουν το σιτάρι από το αλώνι του. Οι κλέφτες νόμιζαν ότι κοιμάται. Γέμισαν τα σακιά και ο ένας με τη βοήθεια του άλλου τα φορτώθηκαν στον ώμο τους και έφυγαν . Ο τελευταίος όμως δεν είχε βοήθεια και δυσκολευόταν να σηκώσει το σακί στον ώμο του. 

Τότε ο Άγιος σηκώθηκε και με τα ίδια του τα χέρια έβαλε το σακί στον ώμο του κλέφτη. <<Ο θεός να σας συγχωρήσει>>, είπε ο Άγιος και ο κλέφτης έφυγε κατάπληκτος.

Το δεύτερο περιστατικό είναι παρόμοιο με το πρώτο. Κλέφτες προσπαθούσαν να κλέψουν από το χωράφι του ρεβίθια. Όταν ο Άγιος τους αντιλήφθηκε αντί να τους καταδιώξει, τους ευλόγησε και δίνοντας τους τα ρεβίθια τους έστειλε σπίτια τους παραγγέλλοντας τους να μην κάνουν λόγο σε κανένα για το σΌταν έφτασε σε ηλικία γάμου ο Μύρων, παντρεύτηκε με μια γυναίκα ευσεβή και πιστή. Γρήγορα όμως η σύζυγος του πέθανε και εκείνος, αφού απελευθερώθηκε από τα δεσμά της συζυγίας αφιερώθηκε απερίσπαστος στο θεό. 

Μελετούσε καθημερινά τα ιερά κείμενα ,νήστευε και προσευχόταν ενώ παράλληλα συνέχιζε το φιλανθρωπικό του έργο. Επειδή έγινε γνώστη η αρετή του ,χειροθετήθηκε πρώτα Αναγνώστης και στη συνεχεία χειροτονήθηκε Πρεσβύτερος. 
Στα χρόνια που ακολούθησαν ,επί Μεγάλου Κωνσταντίνου, όταν πλέον σταμάτησαν οι διωγμοί ,ο Μύρων επιδόθηκε με μεγαλύτερο ζήλο στο κήρυγμα του ευαγγελίου, διδάσκοντας όχι μόνο με τα λόγια του αλλά κυρίως με τα έργα του και την αρετή του.

Η φήμη του γρήγορα απλώθηκε παντού γι’αυτό και όταν πέθανε ο επίσκοπος Κρήτης όλοι, κλήρος, άρχοντες και λαός στράφηκαν σ’ αυτόν και τον παρακάλεσαν να αναλάβει τη διαποίμανση των ψυχών τους. 

Έτσι ο Μύρων χειροτονήθηκε Επίσκοπος Κρήτης και με αυτό το αξίωμα πλέον συνέχισε τη θαυματουργή δράση του και το φιλανθρωπικό έργο του.

Κάποτε ενώ περιόδευε-σύμφωνα με τη συνήθεια των αρχιερέων –την επαρχία του έπρεπε να περάσει το ποτάμι ,που λεγόταν τότε Τρίτων ,το σημερινό Γιόφυρο .

Όμως ήταν χειμώνας και το ποτάμι είχε πλημμυρίσει. 
Όταν έφτασε, σταύρωσε τα νερά με την αρχιερατική του ράβδο και σταμάτησε η φυσική ροή του ποταμού, ώστε να περάσει αυτός και η συνοδεία του. Στη συνέχεια έδωσε στο διάκο του τη ράβδο και του είπε να σταυρώσει τα νερά. Έτσι το ποτάμι συνέχισε να τρέχει.

Ο Άγιος έζησε μέχρι τα βαθιά γεράματα .

Υπολογίζεται ότι κοιμήθηκε περίπου εκατό ετών έχοντας αφήσει πίσω ένα τεράστιο ποιμαντικό και χριστιανικό έργο και προετοιμάζοντας παράλληλα το δρόμο για την είσοδο στην χριστιανική ζωή εκατοντάδων ανθρώπων από τότε ως σήμερα. 
Τόσο κατά τη διάρκεια της ζωής του όσο και μετά την κοίμηση του ,πάμπολλα είναι τα θαύματα τα οποία αποδίδονται στο πρόσωπο του. 
Ορισμένα από αυτά που θα αναφερθούν παρακάτω χρονολογούνται στην περίοδο της Τουρκοκρατίας.

Το 1826 λοιπόν, οι Τούρκοι του Μεγάλου κάστρου, με επικεφαλής τον Χασάν Πασά, εκστράτευσαν εναντίον των χωριών της επαρχίας Μαλεβυζίου. 

Αφού συνέλαβαν πολλούς από τους κατοίκους τους οδήγησαν στο χωριό Άγιο Μύρωνα και τους κράτησαν αιχμάλωτους δίπλα στο Ναό του, πάνω στη στέγη κάποιου σπιτιού με σκοπό να τους μεταφέρουν την επομένη στην Πόλη και άλλους να τους θανατώσουν κι άλλους να τους Τουρκέψουν. 
Για να εμποδίσουν μάλιστα τυχόν απόδραση τους τοποθέτησαν κατά τη διάρκεια της νύχτας και δεύτερη φρουρά. Όλη τη νύχτα οι αιχμάλωτοι προσεύχονταν και επικαλούνταν τη βοήθεια του Αγίου. 
Κατά τα μεσάνυχτα παρουσιάστηκε ένα εκτυφλωτικό φως στον ουρανό και σαν πύρινες γλώσσες κατέβηκε και στάθηκε πάνω στο ναό. Ταυτόχρονα ακούστηκαν δυνατές βροντές και εκκωφαντικός θόρυβος. 
Οι Τούρκοι νόμισαν ότι χριστιανικός στρατός τους είχε περικυκλώσει και επειδή τους κατέλαβε πανικός, έφυγαν τρέχοντας ενώ οι κάτοικοι του χωριού έσπευσαν να απελευθερώσουν τους αιχμαλώτους, οι όποιοι ευχαριστούσαν τον Άγιο για τη σωτηρία τους.

Το 1826 αναφέρονται δύο επίσης σημαντικά θαύματα τα οποία έκανε ο Άγιος και μάλιστα σε Τούρκους.

Ο Χουσεΐν Αγάς από τις Αρχάνες ,ο οποίος μάλιστα είχε λάβει μέρος σε πολλές σφαγές κατά των χριστιανών ,είχε τυφλωθεί. Δεν είχε αφήσει μάγο ή γιατρό και να μην τον επισκεφτεί να θεραπευτεί. Φίλοι του Χριστιανοί τον συμβούλεψαν να παει στην Τήνο, αλλά η Ευαγγελίστρια θέλησε να δοξαστεί ο Άγιος Μύρωνας και ο Χουσεΐν γύρισε από εκεί τυφλός. Όταν ο Χουσεΐν πληροφορήθηκε ότι ο Άγιος Μύρωνας κάνει θαύματα ,ζήτησε και τον έφεραν στο χωριό. Μπήκε στην εκκλησία και γονάτισε μπροστά στον τάφο του Αγίου. 

Όλη την ώρα της θειας Λειτουργίας έμεινε γονατιστός .Oταν ο ιερέας διάβαζε το ευαγγέλιο, φώναξε ο τυφλός: <<Δόξα να’χει ο θεός και τιμή ο Άγιος Γέροντας, βλέπω...>>.

Πράγματι μετά το τέλος της λειτουργίας ,ο Τούρκος Αγάς κατέβηκε στη σπηλιά όπου ασκήτευε ο Άγιος ,έπλυνε τα ματιά του με το θαυματουργό αγίασμα και έγινε τελείως καλά. Από τότε μέχρι και το 1859 όπου πέθανε, επισκεπτόταν πολύ συχνά το χωριό και το ναό του Αγίου και πρόσφερε δώρα.

Την ίδια χρονιά ,ένας άλλος Τούρκος, ο Μπεντρή Εφέντης, παρά τη σκληρότητα του έδωσε στους κατοίκους του χωριού την άδεια να επισκευάσουν το ναό του Αγίου, παρά το γεγονός ότι κάτι τέτοιο δύσκολα επιτρεπόταν στα χρόνια εκείνα. 

Ένας άλλος όμως Οθωμανός, ο Χατζή Μουσταφάς ,πληροφορούμενος το γεγονός απαγόρευσε τη διαδικασία ανακατασκευής και μάλιστα θέλησε να μετατρέψει το ναό σε τζαμί. Θανάτωσε λοιπόν τον Μπεντρή και απαγόρευσε στο μοναχό Μελέπο να ξαναμπεί στο ναό. 
Ενώ όμως έφευγε από το χωριό για το Ηρακλειο, αρρώστησε από δυσεντερία και πέθανε .
Έτσι, με τη θαυμαστή επέμβαση του Αγίου διασώθηκε ο ναός του από τη βεβήλωση.

Την ίδια περίοδο, οι Οθωμανοί αποθήκευσαν στο ναό του Αγίου, εφόδια και τροφές και τοποθέτησαν φρουρά για τη φύλαξη τους. Κατά τη διάρκεια όμως της νύχτας ακούστηκαν δυνατές βροντές και φοβερός θόρυβος .

Είδαν έντρομους τους Τούρκους φρουρούς να φεύγουν και να φωνάζουν ότι ο Ευλιάς ,ένας γέροντας με λευκή γενειάδα και χρυσά ενδύματα τους έδειχνε. 
Την επομένη μέρα απομάκρυναν από το ναό τα πολεμοφόδια και παρέδωσαν στους Χριστιανούς για να τελούν απρόσκοπτα τη λατρεία τους.

Το καλοκαίρι του 1861 ήρθε στον Άγιο Μύρωνα από το Ηράκλειο ο Γεώργιος Κολυβάκης μαζί με τη σύζυγο του Μαριγώ ,η οποία σύμφωνα με τη διάγνωση των γιατρών –έπασχε από σοβαρή νευρική ασθένεια. 

Κατά τη διάρκεια της παραμονής τους στο χωριό η κατάσταση της χειροτέρεψε και οι συγγενείς της, ελπίζοντας στη θεραπευτική δύναμη του Αγίου, την έφεραν στο Ναό του. Προσκάλεσαν τους ηγουμένους των μονών Ιερουσαλήμ Μάξιμο και Ελεούσας Μελέπο, τον εφημέριο του χωριού Άνω Ασίτες Γεώργιο και τους εφημέριους του ναού Εμμανουήλ και Χατζή-Μιχαήλ. 
Οι ιερείς για πέντε ολόκληρες ημέρες έκαναν δεήσεις δίπλα στον τάφο του Αγίου και μαζί μ’ αυτούς πολλοί κάτοικοι του χωριού νήστευαν και προσεύχονταν. Καθημερινά τελούσαν τη Θεια Λειτουργία, ενώ από τον τάφο του αγίου σκορπιζόταν θαυμαστή ευωδία ,με την οποία γέμιζε ο Ναός. Κατά τη νύχτα της Τετάρτης παρουσιάστηκε στην ασθενή ο Άγιος και την πληροφόρησε ότι την Παρασκευή θα απαλλασσόταν από την επήρεια του πονηρού πνεύματος.
Την Παρασκευή ,κατά τη διάρκεια της Θειας Λειτουργίας και ενώ ο ιερέας εκφωνούσε το <<εξαιρέτως...>>,η ασθενής φώναξε δυνατά ,τινάχτηκε και έμεινε για μικρό χρονικό διάστημα πάνω στο έδαφος σα νεκρή! Ύστερα από λίγο σηκώθηκε ,υγιής πια ,δοξολογώντας το θεό και ευχαριστώντας τον Άγιο για τη θεραπεία της.

Εκτός από τα παραπάνω βεβαίως έχουν καταγραφεί και παρά πολλά αλλά θαύματα από την ίδια περίοδο(19ος αιώνας).