Μύρων ο θείος αρετής μύρου πνέων,

Ευωδίας πρόσεισιν οσμή Κυρίω.

 

Ο Άγιος Πατέρας μας Μύρων, Επίσκοπος Κρήτης ο θαυματουργός, το ευωδιαστό μύρο των αρετών της αγίας πίστεώς μας, η έμψυχη και πολύτιμη μυροθήκη των δωρεών του Παναγίου Πνεύματος, ο καλός ποιμένας της λογικής ποίμνης των προβάτων του Χριστού, ο όσιος, άκακος και αψεγάδιαστος Αρχιερέας, σύμφωνα με το λόγο του ουρανοφάντορα Αποστόλου των Εθνών Παύλου, είχε επίγεια πατρίδα το πολυθαύμαστο νησί της Κρήτης. Γεννήθηκε στη Ραύκο, αρχαία πόλη της σημερινής επαρχίας Μαλεβιζίου, η οποία αργότερα μετονομάστηκε προς τιμήν του «Άγιος Μύρων», γύρω στο διακοσιοστό και πεντηκοστό έτος από την ενανθρώπιση του Κυρίου μας Ιησού Χριστού (250 μ.Χ.), όταν αυτοκράτορας των Ρωμαίων ήταν ο ασεβής και αιμοσταγής Δέκιος, ο θεομάχος διώκτης του ευσεβούς γένους των Χριστιανών, κατά το διωγμό του οποίου εμαρτύρησαν στην Κρήτη ο Άγιος Ιερομάρτυρας Κύριλλος, Επίσκοπος Γορτύνης, και οι Άγιοι Δέκα Μάρτυρες.

 

Ο Άγιος γεννήθηκε από γονείς ευγενείς, ευσεβείς και φιλοθέους, οι οποίοι αγωνίζονταν, στα δύσκολα εκείνα χρόνια των διωγμών, τον καλό αγώνα των ευαγγελικών αρετών και προσπαθούσαν με ακούραστη επιμέλεια να φυλαχθούν αλώβητοι και ακέραιοι από τις αμαρτωλές επιδράσεις της ειδωλολατρικής πολυθεΐας και αμαρτίας του ασεβούς περιβάλλοντός τους. Από την παιδική του ήδη ηλικία ήταν εμφανής η μελλοντική εξέλιξή του στην Εκκλησία, γιατί ήταν φρόνιμος και συνετός, απέφευγε τις παιδικές επιπολαιότητες και συνήθειες, έδειχνε υπακοή στους γονείς του, οι οποίοι, σύμφωνα με την αποστολική προτροπή, τον ανέτρεφαν δίνοντάς του αγωγή και συμβουλές που εμπνέονταν από την πίστη στον Κύριο. Τον γαλουχούσαν με το άδολο γάλα της αληθινής γνώσης και ευσέβειας και μεριμνούσαν να του αφήσουν κληρονομιά όχι υλική και πρόσκαιρη αλλά πνευματική και άφθαρτη. Εκείνος τους απέδιδε τον κατά Θεό σεβασμό και, όταν έφθασε σε νόμιμη ηλικία, υπακούοντας στις παραινέσεις τους, νυμφεύθηκε με γυναίκα ευσεβή και πιστή. 

Γνωρίζοντας ο μακάριος την εντολή που είχε καθορίσει ο Θεός για τον προπάτορα Αδάμ μετά την παρακοή, εξασκούσε το επάγγελμα του γεωργού. Καλλιεργούσε με φιλοπονία και τον ιδρώτα του προσώπου του τη γη και έκανε καθημερινό έργο την εντολή του Αποστόλου, που λέγει ότι εκείνος που δεν καταδέχεται να εργάζεται δεν έχει το δικαίωμα ούτε να τρώει. Τα γεννήματα των αγρών χρησιμοποιούσε όχι για δικό του πλουτισμό, ούτε συγκέντρωνε αυτά σε αποθήκες, όπως ο άφρων πλούσιος της ευαγγελικής ιστορίας, αλλά τα διέθετε για τη διακονία και την ανακούφιση του πλησίον. Γιατί ήταν υπερβολικά ελεήμων, φιλόπτωχος και φιλόξενος και καθημερινά έδιδε με αφθονία τα αγαθά του σε αυτούς που είχαν ανάγκη. Χόρταινε τους πεινασμένους, έντυνε τους γυμνούς, φρόντιζε για τις χήρες και τα ορφανά, υποδεχόταν τους ξένους και γενικά ανταποκρινόταν με ευσπλαχνία στους αναξιοπαθούντες, δίδοντάς τους ότι χρειάζονταν. Κάθε άνθρωπο ευεργετούσε πλουσιοπάροχα και ήταν σαν άλλος Αβραάμ όσον αφορά τη φιλοξενία και τη συμπάθεια προς το συνάνθρωπο.

Κάποτε, σπλαχνιζόμενος τους πτωχούς, μοίρασε σ’ αυτούς τα σταφύλια των αμπελιών του. Όταν πληροφορήθηκε την αγαθοεργία η μητέρα του, άρχισε να γογγύζει λέγοντας ότι μάταια κουράστηκαν κατά τη διάρκεια του έτους καλλιεργώντας τα αμπέλια, αφού δεν έμεινε τίποτα σ’ αυτούς, για την παρασκευή έστω και λίγου κρασιού. Αλλ’ εκείνος, επειδή απέφευγε την αντιλογία και είχε την ελπίδα του όλη στη χάρη του Θεού, επέστρεψε  στο αμπέλι και μάζεψε τα ελάχιστα σταφύλια που απόμειναν. Τα έριξε στον ληνό, αυτό που σήμερα ονομάζουμε πατητήρι, επικαλούμενος την ευλογία του Κυρίου. Αφού πέρασε κάποια ώρα, άρχισε θαυματουργικά η ροή άφθονου γλεύκους (μούστου), με το οποίο γέμισαν όλα τα δοχεία που βρίσκονταν στις αποθήκες. Θαυμάζοντας η μητέρα του το γεγονός, δοξολόγησε τον Θεό και ουδέποτε πλέον γόγγυσε, αλλά αισθανόταν χαρά και αγαλλίαση βλέποντας την ελεήμονα διάθεση και φιλοπτωχία του παιδιού της.

Έχοντας φθάσει στο μέτρο της άκρας ακακίας, ουδέποτε ανταπέδιδε το κακό, περισσότερο δε ευεργετούσε αυτούς που του προξενούσαν κάποια ζημιά. Κάποτε, κατά τον καιρό του αλωνίσματος, ενώ διανυκτέρευε στο αλώνι φυλάσσοντας τη συγκομιδή του σιταριού, δέχτηκε την επίσκεψη κλεπτών. Εκείνοι, επειδή νόμισαν ότι κοιμάται, άρχισαν το αμαρτωλό έργο τους και γέμισαν με σιτάρι τα σακιά τους τόσο πολύ, ώστε ήταν αδύνατον από το βάρος να τα σηκώσουν. Ο Άγιος τους ευσπλαχνίστηκε και αντί να τους καταδιώξει και να ζητήσει την τιμωρία τους, όπως θα έκανε κάθε άλλος στη θέση του, τους βοήθησε να σηκώσουν στους ώμους τους το φορτίο, νουθετώντας τους ταυτόχρονα να σταματήσουν να κλέπτουν και παραγγέλλοντάς τους να αποσιωπήσουν το γεγονός. Άλλοτε πάλι είχε χωράφι στο οποίο καλλιεργούσε ρεβίθια. Πηγαίνοντας εκεί κατά το πρωί συνάντησε κλέπτες, οι οποίοι προσπαθούσαν να συλλέξουν τον καρπό, αλλά μάταια. Γιατί, αν και κοπίαζαν καθ’ όλη τη διάρκεια της νύκτας και ενώ ενόμιζαν ότι μάζευαν ρεβίθια, μάζευαν αγκάθια. Ο μακάριος Μύρων, αντί να τους επιρρίψει ευθύνες και δίκαια να τους τιμωρήσει, τους ευλόγησε και δίδοντάς τους ρεβίθια, για να μη μείνει ατελέσφορη η προσπάθειά τους, τους έστειλε στα σπίτια τους, παραγγέλλοντάς τους, όπως και στην περίπτωση των κλεπτών του σιταριού, για μην κάνουν σε κανένα λόγο για το συμβάν.

Ύστερα από λίγο καιρό η σύζυγος του Αγίου εγκατέλειψε την πρόσκαιρη ζωή, και εκείνος, αφού ελευθερώθηκε από τις φροντίδες της συζυγίας, αφιερώθηκε απερίσπαστος στην τήρηση του θείου θελήματος, έχοντας για καθημερινή ασχολία τη μελέτη των Αγίων Γραφών, την αδιάλειπτη προσευχή, τη νηστεία, την αγαθοεργία και ελεημοσύνη προς τον πλησίον. Επειδή έγινε γνωστή η αρετή του, χειροθετήθηκε πρώτα Αναγνώστης και κατόπιν χειροτονήθηκε Πρεσβύτερος, προκαλώντας με την αγγελομίμητη και καθαρή πολιτεία του το θαυμασμό και τον έπαινο όλων. Το όνομα και η φήμη του γρήγορα εξαπλώθηκαν παντού και όλοι χαίρονταν αναγνωρίζοντας στο πρόσωπό του το γνήσιο δούλο του Θεού, το  σοφό κήρυκα του Ευαγγελίου, τον πιστό οικονόμο των μυστηρίων της χάριτος, του οποίου η ζωή και τα έργα ήταν έμψυχο παράδειγμα και πρότυπο πίστης και ευσέβειας.

Αργότερα, όταν σταμάτησαν οι διωγμοί και ειρήνευσε η Εκκλησία και δεν υπήρχε πια απαγόρευση να κηρύττεται ελεύθερα το όνομα του αληθινού Θεού, εξαιτίας της ανόδου στο θρόνο της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας του πρώτου βασιλιά των Χριστιανών, του Μεγάλου Κωνσταντίνου, ο Μύρων επιδόθηκε με μεγαλύτερο ζήλο στο κήρυγμα του Ευαγγελίου, διδάσκοντας όχι απλώς με τα λόγια του αλλά κυρίως με τα έργα και την αρετή του. Το κήρυγμά του έλαμψε σαν τις ακτίνες του ήλιου και διασκόρπισε το σκοτάδι της ειδωλολατρικής αθεΐας. Γι’ αυτό πολλοί άφησαν τα ασεβή έργα τους και τη μάταιη διαγωγή τους και βαπτίστηκαν στο όνομα της Αγίας Τριάδος, του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος, αφού πρώτα κατηχήθηκαν τις σωτηριώδεις αλήθειες της πίστεως και θεμελιώθηκαν οι ψυχές τους πάνω στην πέτρα της αληθινής γνώσεως του Θεού.

Εκείνο τον καιρό, αναχώρησε από την παρούσα προς την ατελεύτητη ζωή ο Επίσκοπος Κρήτης και όλοι, κλήρος, άρχοντες και λαός, στράφηκαν στο πρόσωπο του ενάρετου Πρεσβυτέρου Μύρωνος και τον παρακάλεσαν με θερμά λόγια να αναλάβει την διαποίμανση των ψυχών τους. Γιατί έπρεπε αυτός ο μεγάλος λύχνος να μην κρύπτεται κάτω από τον μόδιον, αλλά να ανυψωθεί σε ψηλή και περίοπτη λυχνία, για να λάμψει το φως της διδασκαλίας και αρετής του. Ο μακάριος στην αρχή δίστασε, επειδή ήταν ταπεινός και μετριόφρων και αναλογιζόταν το βάρος και την ευθύνη του αξιώματος, αλλά ερμηνεύοντας την πρόκριση του λαού σαν βούληση της θείας πρόνοιας, έδωσε την συγκατάθεσή του και πήρε την χειροτονία. Αφού ανέβηκε στον θρόνο, χωρίς βέβαια να το επιδιώξει, όχι αυτόκλητος αλλά θεόκλητος και δημόκλητος, δεν έφτασε, όπως συμβαίνει στους πολλούς, στην υπεροψία και τον εγωισμό, αλλά ήταν ταπεινότερος και μετριότερος απ’ ότι πριν, έχοντας ένα και μόνο μέλημα, πώς να φανεί αληθινός μαθητής και μιμητής του Χριστού, του πρώτου και μεγάλου ποιμένα. Γιατί όχι μόνο στην ταπείνωση πρόσθετε περισσότερη ταπείνωση, αλλά και στην προηγούμενη πραότητά του πρόσθετε άλλη πραότητα∙ στη φιλαδελφία, φιλαδελφία∙ στην ελεημοσύνη, ελεημοσύνη∙ στην επιμέλεια των πτωχών και ασθενών μεγαλύτερη επιμέλεια και, γενικά, στις αρετές που τον κοσμούσαν, όταν ανήκε στο σύλλογο των Πρεσβυτέρων, πρόσθετε άλλες μεγαλύτερες.

Για τις αρετές και την αγγελομίμητη ζωή του τον προίκισε ο θεός με το χάρισμα της θαυματουργίας. Έτσι με την προσευχή του ελευθέρωσε πολλούς από την επήρεια των δαιμόνων, θεράπευσε ανίατα νοσήματα, για τα οποία δεν υπήρχε ελπίδα θεραπείας, και γενικά, δεν υπήρχε ασθένεια η οποία μπορούσε να αντισταθεί στην ιαματική δύναμή του.

Κάποτε, ενώ περιόδευε σύμφωνα με τη συνήθεια των Αρχιερέων την Επαρχία του, έφθασε στον ποταμό, αυτόν που ονομαζόταν Τρίτων και ο οποίος είχε πλημυρίσει και έκανε αδύνατη τη διάβαση. Αλλ’ ο Άγιος, αντί να παραιτηθεί από το σκοπό του και να επιστρέψει πίσω, έχοντας εμπιστοσύνη στη δύναμη του Θεού, χτύπησε με τη ράβδο του τα νερά, όπως κάποτε ο Μωυσής την Ερυθρά Θάλασσα και, ω του θαύματος! Αμέσως ο ποταμός εσταμάτησε την φυσική ροή του και άνοιξε δρόμο σ’ αυτόν και την συνοδεία του∙ και δεν ξεκίνησε την φυσική του πορεία ο ποταμός, παρά μόνο αφού ο αοίδιμος έφτασε στην Εκκλησία και έστειλε τη ράβδο του με το διάκονό του, που είχε διαταγή να χτυπήσει για δεύτερη φορά τα νερά.

Άλλοτε πάλι, ένας δράκος φοβερός λυμαινόταν τη χώρα και ταλαιπωρούσε τους ανθρώπους και τα ζώα. Οι κάτοικοι απεγνωσμένοι προσέφυγαν στον Άγιο, παρακαλώντας τον να τους απαλλάξει από ένα τόσο μεγάλο κακό. Εκείνος, επειδή ήταν πάντοτε σπλαχνικός για όλους και κανενός το αίτημα δεν παραθεωρούσε, προσευχήθηκε με θέρμη προς το Θεό και με την προσευχή του έδιωξε το δράκο από τα μέρη εκείνα ή τον απολίθωσε, όπως άλλοι διηγούνται και απάλλαξε έτσι τους ανθρώπους από τη συμφορά, οι οποίοι δόξασαν το Θεό, αυτόν που δόξαζε τον άγιο δούλο του με τόσο μεγάλα και θαυμαστά σημεία. 

Όταν πάλι η γενέτειρα κώμη του Αγίου έπασχε από λειψυδρία, οι κάτοικοι κατέφυγαν σ’ αυτόν και με δάκρυα τον παρακάλεσαν να τους απαλλάξει από την ταλαιπωρία. Εκείνος ο συμπαθής γονυπετής αφοσιώθηκε στην προσευχή και τη δέηση προς τον Θεό, μέχρις ότου ανέβλυσε πληγή με καθαρό νερό, μέσα στη σπηλιά, όπου σήμερα υπάρχει το αγίασμα, το οποίο με τη χάρη του είναι ιαματικό και θεραπεύει κάθε ασθένεια και επήρεια χαλεπή, εκείνων που αντλούν από αυτό με πίστη.

Τέτοια και μεγαλύτερα θαύματα αφού επετέλεσε ο θαυμαστός Μύρων και αφού εποίμανε το λογικό του ποίμνιο με οσιότητα και δικαιοσύνη, έφθασε στην ηλικία των εκατό και πλέον ετών και παρέδωσε την μακαρία ψυχή του στον Θεό. Οι ευσεβείς παρέλαβαν το τίμιο λείψανό του και θρηνώντας για τη στέρηση τέτοιου φιλόστοργου πατέρα, το ενταφίασαν με υμνωδίες και τιμές εκεί όπου σήμερα υπάρχει ο τάφος του, ο οποίος εκπέμπει θαυμαστή ευωδία και θαύματα παράδοξα επιτελεί σ’ αυτούς που προσέρχονται με πίστη και ευλάβεια. Γιατί μ’ αυτό τον τρόπο γνωρίζει να αντιδοξάζει ο Θεός τους πιστούς του θεράποντες∙ τις αγιασμένες ψυχές τους να συναριθμεί με τις ασώματες δυνάμεις των αγίων Αγγέλων, δίδοντάς τους το αμάραντο στεφάνι της νίκης, και τα πανσέβαστα λείψανά τους να αποδεικνύει πηγές ιαμάτων και φάρμακα πολύτροπων ασθενειών και νοσημάτων. 

Πάμπολλα είναι τα θαύματα, τα οποία ο θαυματουργός ιεράρχης Μύρων ενήργησε και ενεργεί προς δόξαν της Παναγίας Τριάδος, του ενός και μόνου Θεού, του «Θαυμαστού εν τοις Αγίοις Αυτού», σύμφωνα με το λόγο του Προφήτη και Βασιλιά Δαυΐδ, και με τα οποία διαδηλώνει και μετά τη μακαρία κοίμησή του την φιλευσπλαχνία και φιλανθρωπία του προς όλους, ιδιαίτερα προς τη φερώνυμη γενέτειρα κωμόπολή του και τους επικαλουμένους  με ακλόνητη πίστη την παρρησία του προς τον Κύριο. Στη συνέχεια καταχωρίζουμε μερικά απ’ αυτά, βασιζόμενοι σε προγενέστερες καταγραφές, σε διηγήσεις που οι ίδιοι ακούσαμε και σε επιστολές ευεργετηθέντων.

Κατά το έτος 1826, οι Τούρκοι του Μεγάλου Κάστρου, έχοντας επικεφαλής το Χασάν Πασά, εκστράτευσαν εναντίον των χωριών της Επαρχίας Μαλεβιζίου και, αφού συνέλαβον πολλούς από τους κατοίκους, τους οδήγησαν στην γενέτειρα του Αγίου και τους κράτησαν αιχμαλώτους δίπλα στο  Ναό του, επάνω στη στέγη κάποιου σπιτιού για μεγαλύτερη ασφάλεια, με σκοπό να τους μεταφέρουν την επαύριο στην πόλη για να τους κακοποιήσουν. Για να εμποδίσουν τυχόν απόδρασή τους, τοποθέτησαν κατά τη διάρκεια τη νύχτας και δεύτερη φρουρά. Αλλά, κατά τα μεσάνυχτα, ύστερα από επίκληση από τη μεριά των αιχμαλώτων της χάριτος του Αγίου, παρουσιάστηκε ένα εκτυφλωτικό φως στον ουρανό και, σαν πύρινες γλώσσες, κατέβηκε και στάθηκε πάνω από το Ναό∙ ταυτόχρονα ακούστηκαν δυνατές βροντές και εκκωφαντικός θόρυβος. Οι Οθωμανοί νόμισαν ότι χριστιανικός στρατός τους είχε κυκλώσει και, επειδή τους κατέλαβε πανικός, αναχώρησαν τρέχοντας. Οι κάτοικοι ελευθέρωσαν από τα δεσμά τους τους αιχμαλώτους, οι οποίοι αφού ευχαρίστησαν τον Άγιο για την σωτηρία τους, επέστρεψαν στα σπίτια τους.

Κατά το έτος 1840, στην κωμόπολη Άνω Αρχάνες της Επαρχίας Τεμένους ζούσε κάποιος Οθωμανός, ονομαζόμενος Χουσεΐν Πασάς, ο οποίος εξασκούσε το επάγγελμα του παντοπώλη στο Ηράκλειο. Αυτός ήταν ένας από τους πρωτοστάτες κατά τη σφαγή των Χριστιανών, η οποία συνέβη την 23η Ιουνίου του έτους 1821, τη γνωστή ως «ο μεγάλος αρμπεντές». Αυτός, ύστερα από σοβαρή ασθένεια, τυφλώθηκε και παρ’ όλες τις ιατρικές φροντίδες, δεν μπορούσε να βρει και πάλι το φως του. Φίλοι του Χριστιανοί τον παρακίνησαν να ταξιδεύσει για προσκύνημα στην Ευαγγελίστρια της Τήνου και να παρακαλέσει την Υπεραγία Θεοτόκο να του χαρίσει την όραση. Αλλά μάταια. Επέστρεψε και, όταν άκουσε για την ιαματική δύναμη του Αγίου Μύρωνος, ήλθε στο Ναό του και γονάτισε μπροστά στον τάφο του παρακαλώντας για τη θεραπεία του. Κατά την ανάγνωση τους Ευαγγελίου της Θείας Λειτουργίας, άρχισε αμυδρά να βλέπει, όταν δε μετά την απόλυση της Θείας Λειτουργίας έπλυνε τα μάτια του στο Αγίασμα του Αγίου, επανέκτησε πλήρως την όρασή του. Από τότε και μέχρι τον θάνατό του, κατά το έτος 1859, επισκεπτόταν τον Ναό του Αγίου, κατά την ημέρα της μνήμης του, φέρνοντας από ευγνωμοσύνη διάφορα δώρα. 

Στην κωμόπολη του Αγίου Μύρωνος κατοικούσε και ο περιβόητος για τη θηριωδία και σκληρότητά του Μπεντρή Εφέντης, ο οποίος όμως έδειχνε σεβασμό προς τον Άγιο. Κατά το έτος 1840, επειδή από την πολυκαιρία ο Ναός του Αγίου είχε υποστεί σοβαρές φθορές –ως γνωστόν οι Τούρκοι δεν επέτρεπαν την επισκευή των χριστιανικών Ναών- ο Μπεντρή έδωσε την άδεια στους Χριστιανούς να τον επισκευάσουν και βοηθούσε προσωπικά και ο ίδιος. Ένας άλλος όμως Οθωμανός, ονομαζόμενος Χατζή Μουσταφάς, έβαλε κατά νουν να μετατρέψει το Ναό σε Τζαμί και απαγόρευσε στο Μοναχό Μελέτιο, ο οποίος εκτελούσε καθήκοντα νεωκόρου, να μπαίνει πλέον σ’ αυτόν. Αυτός το επόμενο πρωί αναχώρησε για το Ηράκλειο με σκοπό να καταγγείλει στον Πασά ότι ο Μπεντρή Εφέντης επέτρεψε στους Χριστιανούς να επισκευάσουν τον Ναό, καταγγελία η οποία θα είχε ως αποτέλεσμα ο Μπεντρή Εφέντης να θανατωθεί και ο ναός να μετατραπεί σε Τζαμί. Ενώ όμως βρισκόταν στο δρόμο για το Ηράκλειο, ασθένησε από δυσεντερία και πέθανε. Έτσι, με τη θαυμαστή επέμβαση του Αγίου διασώθηκε ο Ναός από τη βεβήλωση. 

Άλλος Οθωμανός, ονομαζόμενος Σελήμ Αγάς, γνωστός ως Μπαμπάς, ο οποίος κατοικούσε δίπλα στο Ναό του Αγίου, έφερνε κάθε χρόνο, κατά την εορτή της μνήμης του, μία στάμνα με λάδι για τροφοδοσία των κανδηλιών του Ναού, διότι έλεγε ότι πολλές  φορές ο Άγιος τον είχε ευεργετήσει.

Κάποτε οι Οθωμανοί αποθήκευσαν στο Ναό του Αγίου πολεμικά εφόδια και τροφές, προοριζόμενα για τον ανεφοδιασμό του στρατεύματός τους, και τοποθέτησαν μπροστά στις πόρτες φρουρούς. Κατά τη διάρκεια όμως της νύχτας, ακούστηκαν δυνατές βροντές και φοβερός θόρυβος. Οι κάτοικοι ξύπνησαν και έτρεξαν προς το Ναό, απ’ όπου ερχόταν ο θόρυβος. Είδαν έντρομους τους Τούρκους φρουρούς να φεύγουν και να φωνάζουν ότι ο Ευλιάς, ένας γέροντας με λευκή γενειάδα και χρυσά ενδύματα τους έδιωχνε. Την επόμενη ημέρα απομάκρυναν από το Ναό τα πολεμοφόδια και τον παρέδωσαν στους Χριστιανούς, για να τελούν απρόσκοπτα τη λατρεία τους. 

Τον Ιούνιο του έτους 1861 ήλθε στον Άγιο Μύρωνα από το Ηράκλειο ο Γεώργιος Κολυβάκης μαζί με την δεκαεξάχρονη σύζυγό του Μαριγώ και τους γονείς της, φιλοξενούμενοι του αδελφού του Κωνσταντίνου. Η σύζυγος του Γεωργίου, σύμφωνα με τη διάγνωση των γιατρών, έπασχε από σοβαρή νευρική ασθένεια, ταλαιπωρούνταν όμως, όπως αποδείχθηκε, από ακάθαρτο πνεύμα. Κατά τη διάρκεια της παραμονής τους στην κωμόπολη, η κατάστασή της εξελίχτηκε στο χειρότερο και οι συγγενείς, ελπίζοντας στην ιαματική δύναμη του Αγίου, την έφεραν στο Ναό του. Προσκάλεσαν τους Ηγουμένους των Μονών Ιερουσαλήμ Μάξιμο και Ελεούσας Μελέτιο, τον Εφημέριο του χωριού Άνω Ασίτες Γεώργιο και τους Εφημερίους του Ναού Εμμανουήλ και Χατζή-Μιχαήλ. Οι ιερείς για πέντε συνεχόμενες ημέρες έκαναν δεήσεις δίπλα στον τάφο του Αγίου και μαζί μ’ αυτούς πολλοί κάτοικοι της κωμοπόλεως νήστευαν και προσεύχονταν. Καθημερινά τελούσαν τη Θεία Λειτουργία, ενώ από τον τάφο του Αγίου σκορπιζόταν θαυμαστή ευωδία, με την οποία γέμιζε ο Ναός. Κατά τη νύκτα της Τετάρτης, παρουσιάσθηκε στην ασθενή ο Άγιος και την πληροφόρησε ότι την Παρασκευή θα απαλλασσόταν από την επήρεια του πονηρού πνεύματος. Κατά τη διάρκεια της Θείας Λειτουργίας και ενώ ο Ιερεύς εκφωνούσε το «Εξαιρέτως…», η ασθενής φώναξε δυνατά, τινάχθηκε κι απόμεινε για μικρό διάστημα πάνω στο έδαφος σαν νεκρή. Μετά από παρέλευση λίγων λεπτών σηκώθηκε υγιής, δοξολογώντας το Θεό και ευχαριστώντας τον Άγιο για τη θεραπεία.

Τον Ιούλιο του έτους 1930 έφθασε επισκέπτης στην κωμόπολη του Αγίου Μύρωνος ο Λάμπρος Ζαχαρής, διευθυντής του περιοδικού «Οικογενειακή ζωή», ο οποίος υπηρετούσε τότε ως Ιεροκήρυκας της Ιεράς Επισκοπής Ρεθύμνης και Αυλοποτάμου. Επειδή έπασχε από σοβαρό οφθαλμολογικό νόσημα, είχε χάσει μέρος της οπτικής του ικανότητας. Από τους κατοίκους της κωμοπόλεως άκουσε διηγήσεις για τα θαύματα του Αγίου και, την επομένη ημέρα, κατέφυγε ικέτης στον τάφο του, παρακαλώντας τον να τον απαλλάξει από την ασθένεια. Ήλθε στο σπήλαιο και, αφού προσευχήθηκε, έπλυνε στο αγίασμα τα μάτια του. Αμέσως οι σκιές εξαφανίστηκαν και επανέκτησε πλήρως την όρασή του. Από τότε και για σειρά ετών ερχόταν κάθε χρόνο προσκυνητής κατά την μνήμη του Αγίου, κηρύττοντας το θαύμα και διηγούμενος τα μεγαλεία του Θεού.

Κατά την διάρκεια της Γερμανικής Κατοχής, εγκαταστάθηκαν στην κωμόπολη Γερμανοί στρατιώτες. Ο επικεφαλής λοχίας, ονομαζόμενος Αϊφρέν, είδε στον ύπνο του τον Άγιο, ο οποίος του υποσχέθηκε ότι θα τον βοηθήσει να επιστρέψει σώος στην πατρίδα του, εάν δεν προκαλούσε κακό στους κατοίκους. Ο λοχίας ξύπνησε και έντρομος ζήτησε να εξακριβώσει ποιος παρουσιάσθηκε στον ύπνο του και του μίλησε μ’ αυτούς τους λόγους. Πήγε στον Ναό και με κατάπληξη αναγνώρισε στην Εικόνα του Αγίου την μορφή του ανθρώπου ο οποίος του είχε παρουσιασθεί. Από την ημέρα εκείνη δεν ενόχλησε πλέον κανένα από τους κατοίκους, ενώ ο ίδιος εκκλησιαζότανε κάθε Κυριακή, μέχρι την οριστική αποχώρηση των γερμανικών στρατευμάτων από το νησί. 

Όταν πάλι αποχωρούσαν τα γερμανικά στρατεύματα, κατά το έτος 1944, ο Άγιος έδειξε θαυμαστή εύνοια προς τη γενέτειρά του. Τα άρματα έφθασαν στην είσοδο της κωμοπόλεως και ο επικεφαλής αξιωματικός διέταξε να τη βομβαρδίσουν, με σκοπό τον εκφοβισμό του άμαχου πληθυσμού. Ενώ ο καιρός ήταν αίθριος, ξαφνικά ένα πυκνό σύννεφο κάλυψε την κωμόπολη. Οι Γερμανοί βομβάρδισαν, χωρίς να μπορούν να εντοπίσουν κάποιο συγκεκριμένο στόχο, και έτσι ουδεμία σοβαρή καταστροφή επήλθε. Μόνο μία γυναίκα, ονόματι Μαρία Μαγκουσάκη, τραυματίστηκε από τα θραύσματα των βλημάτων. Το γεγονός διηγήθηκε ο Γερμανός αξιωματικός στον συνταξιούχο δάσκαλο Νικόλαο Ζωγραφάκη, κάτοικο Κερασίων Τεμένους.

Κατά τη 10η Ιουνίου του έτους 1969, στο σπήλαιο του Αγίου ανοίχθηκε όρυγμα βάθους τριών μέτρων και μήκους είκοσι μέτρων, προκειμένου να κατασκευασθεί αποχετευτικός αγωγός των όμβριων υδάτων του Ιερού Ναού. Μέσα στον αγωγό, ο οποίος βρισκόταν στο στάδιο της αποπεράτωσης, εργαζόταν για την τελική διαμόρφωση ο Νικόλαος Παπαδάκης, κάτοικος Αγίου Μύρωνος. Κατά την 3.40΄ μ.μ. ώρα εκείνης της ημέρας, ενώ εργαζόταν ο ανωτέρω, έπεσε μεγάλος όγκος χωμάτων με αποτέλεσμα να καταπλακωθεί ολόκληρος και ακόμα να ανέβει το χώμα ένα μέτρο πάνω από την κεφαλή του. Ύστερα από παρέλευση μιας ώρας, κάποιος τον αναζήτησε και παρατήρησε την κατολίσθηση των χωμάτων. Ανέβηκε στο Ναό και έκρουσε τις καμπάνες. Έτρεξαν οι κάτοικοι της κωμοπόλεως και άρχισαν να ερευνούν άλλοι με σκαπάνες και άλλοι με τα χέρια. Μετά από λίγη ώρα, ανακάλυψαν το καπέλο από το κεφάλι του. Αγωνιούντες για τη διάσωσή του, παρεκάλεσαν τον Άγιο, γιατί φοβούνταν ότι μετά την παρέλευση τόσης ώρας ήταν αδύνατον να βρίσκεται ακόμη στην ζωή. Κατά την 4.55΄ώρα είχαν καταφέρει να τον ελευθερώσουν μέχρι τους ώμους αλλά δεν παρουσίαζε σημεία ζωής, όπως διαπίστωσε και ο κοινοτικός γιατρός Ιωάννης Μακρυγιαννάκης. Τότε έφεραν αγίασμα από τη σπηλιά του Αγίου και το έριξαν στο πρόσωπό του. Αμέσως εκίνησε την κεφαλή του. Μεταφέρθηκε επειγόντως στην Κλινική «Απόστολος Παύλος» του Ηρακλείου, όπου μετά από εργαστηριακές και ακτινολογικές εξετάσεις  διαπιστώθηκε ότι δεν έπαθε καμία βλάβη από το ατύχημα. Ο ίδιος, μέχρι τέλους της ζωής του, εξιστορούσε το θαύμα στους προσκυνητές, δοξάζοντας το Θεό και ευχαριστώντας τον Άγιο για την ευεργεσία. 

Η Μελπομένη Καμάρα, κάτοικος Νέου Χαλανδρίου Αθηνών, είχε γιο ονομαζόμενο Κωνσταντίνο, ο οποίος προσβλήθηκε από σοβαρή ασθένεια των ματιών. Παρά τις προσπάθειες των γιατρών, δεν μπόρεσε να βρει θεραπεία. Η μητέρα του, απελπισμένη από την ιατρική επιστήμη, επισκέφτηκε την Μαρία Ταμιωλάκη, κάτοικο Αθηνών, καταγόμενη από τον Άγιο Μύρωνα, η οποία διατηρούσε αγίασμα του Αγίου, και με δάκρυα την παρακάλεσε να της δώσει λίγο. Επέστρεψε στο σπίτι της και, αφού επικαλέστηκε τη βοήθεια του Αγίου, έχρισε τα μάτια του παιδιού, το οποίο αμέσως θεραπεύτηκε. 

Κατά το έτος 1977, η Ελένη Νικ. Συνοδινού, κάτοικος του χωρίου Μεσαγρός Λέσβου, έστειλε επιστολή προς τον τότε Εφημέριο του Ναού π. Στυλιανό Ροδαμνάκη, με την οποία εξιστορούσε το εξής θαύμα του Αγίου: ο πατέρας της προσβλήθηκε από σοβαρή ασθένεια των πνευμόνων και οι γιατροί απεφάνθησαν ότι πλησίαζε ο θάνατός του. Οι οικείοι του απέθεσαν τις ελπίδες τους στο Θεό και παρακαλούσαν θερμά για την διάσωσή του. Κατά την διάρκεια της νύκτας και ενώ η ανωτέρω παρέμενε δίπλα στον ασθενή πατέρα της, κάποια στιγμή αποκοιμήθηκε και είδε ότι βρέθηκε σε κάποια εκκλησία και ένας σεβάσμιος γέροντας με λευκή γενειάδα, ο οποίος βρισκόταν στο Ιερό Βήμα, της είπε ότι ο πατέρας της θα γινόταν καλά και ότι ο ίδιος ήταν ο προστάτης της οικογένειάς της. Ανέφερε επίσης και το όνομά του, λέγοντας ότι ήταν ο Άγιος Μύρων και της ζήτησε να ανάψει μια λαμπάδα στο Ναό του. Εκείνη ανταπάντησε ότι δεν γνωρίζει Άγιο με το όνομα Μύρων και ο Άγιος την προέτρεψε να ζητήσει πληροφορία. Το πρωί, αφού πληροφόρησε τους οικείους της, ρώτησαν τον Εφημέριο του χωριού τους και αυτός τους έδωσε πληροφορίες για τον Άγιο λέγοντάς τους ότι βρίσκεται στην Κρήτη. Ο ασθενής ύστερα από λίγες μέρες θεραπεύτηκε εντελώς, αλλ’ η Ελένη λησμόνησε την υπόσχεσή της, την οποίαν της υπενθύμισε ο Άγιος, όταν για δεύτερη φορά παρουσιάστηκε στον ύπνο της. Εκείνη, γεμάτη από ευγνωμοσύνη προς τον Άγιο, έστειλε στο Ναό του αφιέρωμα μία κανδήλα καθώς και χρήματα και εφεξής επικαλούνταν με ευλάβεια την αντίληψη και την προστασία του, ομολογώντας την ιαματική δύναμή του.

Κατά το Μάιο του έτους 1988, η Ευαγγελία, σύζυγος Ιωάννου Λιναρδάκη, κάτοικος  Αγίου Μύρωνος, ασθένησε από καρκίνο και υποβλήθηκε σε μαστεκτομή στο Νοσοκομείον «Άγιος Σάββας» των Αθηνών. Μετά την εγχείρηση όμως και αφού πέρασε ένα εξάμηνο, προέκυψαν διάφορες μετεγχειρητικές επιπλοκές. Επικαλέστηκε την χάρη του Αγίου Μύρωνος, και οι επιπλοκές, χωρίς ιατρική επέμβαση, σταμάτησαν, ενώ η υγεία της αποκαταστάθηκε εντελώς.

Κάποια κυρία από την Κομοτηνή είχε εξάχρονη κόρη ονομαζόμενη Ειρήνη, η οποία ήταν κωφάλαλη. Ήλθε στο Ηράκλειο, όπου υπηρετούσε ως καθηγητής ο γιος της, και επειδή άκουσε περί του Αγίου Μύρωνος, κατέφυγε στο Ναό του, παρακαλώντας τον Άγιο να θεραπεύσει το παιδί της. Ενώ εκείνη προσευχόταν γονυπετής μπροστά στον τάφο, το παιδί άρχισε να αρθρώνει κάποιες λέξεις. Έκπληκτη επέστρεψε στο Ηράκλειο και κάλεσε το σύζυγό της να έλθει από την Κομοτηνή. Οικογενειακώς ήλθαν για δεύτερη φορά στο Ναό του Αγίου και επικαλέστηκαν με δάκρυα τη μεσιτεία του. Το παιδί, κατά την διάρκεια της Θείας Λειτουργίας, άρχισε να μιλά κανονικά, γεγονός που προκάλεσε τον θαυμασμό των εκκλησιαζομένων πιστών. 

Κατά την 3η Νοεμβρίου του έτους 1999, ημέρα Τετάρτη, ο Εφημέριος του Ιερού Ναού του Αγίου Πρωτοπρεσβύτερος Νικόλαος Κριτσωτάκης, μετά την απόλυση της Θείας Λειτουργίας, αισθάνθηκε κάποιο πόνο στην περιοχή της καρδιάς, γεγονός το οποίο τον έβαλε σε ανησυχία, γιατί  δεν ήταν η πρώτη φορά. Στάθηκε μπροστά στην εικόνα του Αγίου και τον παρακάλεσε να τον βοηθήσει. Τα ξημερώματα της Πέμπτης, 4η Νοεμβρίου, είδε στον ύπνο του ότι, ενώ βρισκόταν εντός του Ιερού Βήματος του Ναού, μπήκε ο Άγιος από τη Βόρεια Πύλη και τον χαιρέτησε με συμπάθεια και ιλαρότητα. Την ίδια μέρα ο π. Νικόλαος κατέβηκε στο Ηράκλειο και υποβλήθηκε σε ιατρικές εξετάσεις, κατά τις οποίες διαπίστωσαν οι γιατροί ότι υπήρχε κάποιο πρόβλημα, αλλά πλέον είχε ξεπεραστεί.

Ανακεφαλαιώνοντας τη μερική διήγηση των θαυμάτων του Αγίου, επαναλαμβάνουμε ότι ο θαυματουργός Ιεράρχης Μύρων προφθάνει παντού και βοηθεί και σώζει με θαυματουργικό τρόπο εκείνους που με ευλάβεια και ακλόνητη πίστη επικαλούνται την προστασία του και φωνάζουν το όνομά του. Μπροστά στον τάφο του παράλυτοι βάδισαν, δαιμονιζόμενοι ελευθερώθηκαν από την επήρεια των ακάθαρτων πνευμάτων, τυφλοί ανέβλεψαν, ασθενείς από διάφορες ασθένειες πέτυχαν τη θεραπεία τους, δεσμά στειρώσεως λύθηκαν και κίνδυνοι δυσχερείς αποσοβήθηκαν μέσω της εξαιρετικής χάρης με την οποία τον δοξάζει ο Θεός. Ο τάφος του πολλές φορές εκπέμπει θαυμαστή ευωδία, άλλοτε πάλι ακούγονται από το εσωτερικό ελαφροί κρότοι, σαν ελαφρά κτυπήματα ράβδου πάνω στο μάρμαρο, και οι οποίοι ερμηνεύονται ως έκφραση ιδιαίτερης εύνοιας. Άλλες  φορές υγρασία, σαν σταγόνες ιδρώτος, εμφανίζεται πάνω στην επιφάνεια του τάφου και γεμίζει το Ναό από υπερκόσμια ευωδία. Πράγματι, «Θαυμαστός ο Θεός εν τοις Αγίοις Αυτού». 

Αλλ’ ω μυρώνυμε Ιεράρχα Μύρων, φύλαττε και σκέπαζε πάντοτε την Κρήτη την πατρίδα σου, τη γενέτειρα κωμόπολή σου, η οποία έχει ως άλλη κολυμβήθρα Σιλωάμ τον τάφο σου, και σώζε από κάθε κίνδυνο και ασθένεια τους επικαλούμενους την πατρική, ευεργετική και σωτηριώδη αντίληψη και προστασία σου. Αμήν.