Εκ των θαυμάτων κατάλληλον την κλήσιν,

Έχεις, ω Μύρων, της Κρήτης λαμπαδούχε.

Σε όσους επικαλέστηκαν και επικαλούνται τον Άγιο Μύρωνα, πρόφτασε και προφτάνει πάντοτε με θαυμαστό τρόπο η δραστική βοήθειά του∙ σε ασθενείς έδωσε την υγεία, δαιμονιζομένους ελευθέρωσε από την καταδυναστεία του πονηρού και σε κάθε θλίψη έρχεται γρήγορος βοηθός και επίκουρος. Πολλές φορές «εν ονείροις φαινόμενος» παρέχει την βοήθειά του σε αυτούς που έχουν ανάγκη και αποκαλύπτει ποιος είναι και τι να κάνουν για να απαλλαγούν από την δυσχερή περίσταση. Μεγάλος αριθμός προσκυνητών καταφθάνει καθ’ όλη τη διάρκεια του έτους στον Ναό του. Γονατίζουν στον τάφο του, ασπάζονται τα χαριτόβρυτα λείψανά του και αντλούν από το αγίασμά του. Προσεύχονται με πίστη, παρακαλούν για τη μεσιτεία του και διηγούνται τα θαυμάσια της πατρικής προστασίας και ιαματικής χάριτός του. Πολλοί είναι εκείνοι που με δάκρυα χαράς εξιστορούν τη δική τους προσωπική εμπειρία, το θαύμα του Αγίου στη δύσκολη περίσταση της ζωής τους. Στον κώδικα των θαυμάτων του καταγράφουν τα αισθήματα της καρδιάς τους, αισθήματα ευχαριστίας και ευγνωμοσύνης. Τα αναθήματα μαρτυρούν την σωτηριώδη προς τους πάσχοντες αντίληψή του.

 

Είναι πολλές οι διηγήσεις θαυμάτων του Αγίου. Στη συνέχεια δημοσιεύουμε δύο επιστολές, καταγραφές ισαρίθμων θαυμάτων από συγγενικά πρόσωπα των ευεργετηθέντων. Η επιλογή τους έγινε ενδεικτικά προς δόξαν Θεού «του ενδοξαζομένου εν τοις Αγίοις αυτού», και τιμήν του θαυματουργού Ιεράρχου της Κρήτης.

Η πρώτη επιστολή, της Γεωργίας Ι. Καραγκιαούρη, εστάλη τον Ιούνιο του έτους 2000. Η δεύτερη, της Μαρίας Μπροκαλάκη, τον Αύγουστο του ίδιου έτους. Παραλήπτης και των δύο επιστολών ήταν ο Εφημέριος του Ιερού Ενοριακού Ναού Αγίου Μύρωνος, Πρωτοπρεσβύτερος Νικόλαος Κριτσωτά

 

Επιστολή α΄ 

Θα ήθελα να σας διηγηθώ το θαύμα, που μου έκανε ο Άγιος Μύρων στις 12 Ιανουαρίου, ημέρα Τρίτη, το 1998. 

Ο πρωτότοκος γιος μου (Κωνσταντίνος) παραπονέθηκε για το αυτί του, πήγε στο Βενιζέλειο Νοσοκομείο για εξετάσεις και του είπαν να πάρει φάρμακα. Συνέχισε τη μέρα του και πήγε στο γραφείο του. Στη μία το μεσημέρι, εκεί που εργαζόταν, έμεινε ακίνητος σαν ξύλο. Του μίλαγαν οι συνάδελφοί του, η προϊσταμένη του∙ τίποτα. Κάλεσαν ασθενοφόρο και μεταφέρθηκε στο Βενιζέλειο Νοσοκομείο ξανά, για δεύτερη φορά.

Τον διασωληνώσανε αμέσως και με υποστήριξη μηχανημάτων ήταν εννιά ημέρες χωρίς καμιά επαφή με το περιβάλλον. Οι γιατροί κάνανε μια πρώτη διάγνωση και νόμιζαν ότι έχει μηνιγγίτιδα. Όσοι μπαίναμε στην εντατική μονάδα που τον είχαν κάναμε προστατευτική νοσηλεία.

Την όγδοη ημέρα οι γιατροί σήκωσαν ψηλά τα χέρια, (δεν έδειχνε καμιά ένδειξη ζωής) και μας κάλεσαν να μας πουν να είμαστε έτοιμοι για όλα. 

Εγώ, η μητέρα του, δεν μπορούσα να ακούσω το τέλος της ανακοίνωσης από τους γιατρούς και βγήκα έξω, φώναξα με όλη μου την ψυχή στον Χριστό, κάλεσα τον Άγιο Γεώργιο και θυμήθηκα και τον Άγιο Μύρωνα.

Επικαλέστηκα∙ «Άγιε Μύρων, εσύ που έβαλες το θεριό μες στη σπηλιά και δεν έτρωγε τον κόσμο, έτσι μπες και στον εγκέφαλο του παιδιού μου, να βγάλεις τον δαίμονα που το βασανίζει και υγιής να επιστρέψει δίχως σημάδια στη γυναίκα του και στα παιδιά του». Αυτά φώναξα και με άκουσε ο Άγιος Μύρων.

Την άλλη ημέρα αμέσως υπήρξε ένδειξη ζωής. Με μεγάλη χαρά τον βάλανε οι γιατροί για αξονική. Είδαν ότι δεν είχε αυτό που φοβόντουσαν∙ μας λέγανε ότι το υγρό του εγκεφάλου βγήκε από το αυτί, και πολλά άλλα. Δεν ήξεραν ακριβώς και αυτοί…

Τον έβγαλαν από τη μηχανική υποστήριξη. Έπειτα με φώναξαν οι γιατροί μέσα να τον δω στην εντατική. Μόλις με είδε, φώναξε: «Επέστρεψα μαμά, επέστρεψα αλλά δεν μ’ αφήνουν να σηκωθώ ακόμα». Και μου ομολογεί: «Ήμουνα σ’ ένα σκοτεινό δωμάτιο και υπήρχαν τρεις νεκροί, ήταν πολύ άσχημα εκεί, ήταν επάνω μου λιοντάρια, που είχαν τη μορφή μάσκας οξυγόνου και δεν με άφηναν να σηκωθώ. Αμέσως είπα: Εγώ, τι γυρεύω εδώ; Ακούω τη φωνή της μάνας μου και φτάνει ένας καβαλάρης και ο Άγιος Μύρων και με πιάνει από το χέρι και με βγάζει έξω…»

 

Επιστολή β΄ 

Αισθάνομαι την ανάγκη και τη χαρά, με την ευλογία σας, να σας γράψω με λίγα λόγια την περιπέτειά μου και την ευγνωμοσύνη μου προς τον Άγιο Μύρωνα, για τα θαύματα που μου έσωσαν και τα δυο παιδιά μου από του χάρου τα δόντια. 

Λέγομαι Μαρία Μπροκαλάκη, είμαι παντρεμένη και έχω με τη χάρη του Θεού και του Αγίου Μύρωνος μία κόρη και ένα γιο, ηλικίας, τώρα, η κόρη μου 30 ετών και ο γιος μου 22. 

Πριν από δώδεκα χρόνια αρρώστησε η κόρη μου και οι γιατροί διέγνωσαν όγκο στο κεφάλι ή επιληψία. Έτρεξα σε όλους τους Αγίους, μέχρι και με τα γόνατα, και επαρακάλεσα και έκλαψα. Τους ευχαριστώ όλους∙ μόνο τον Άγιο Μύρωνα δεν τον ήξερα, ούτε τον είχα ακούσει ποτέ και δεν τον παρακάλεσα. 

Το παιδί μου το έστειλε ο πατέρας της στην Αθήνα με ασθενοφόρο και γιατρό∙ τόσο βαριά ήταν η υγεία της. Μέσα στο ασθενοφόρο ταξίδευε στην Αθήνα και ένα παλικάρι με τον πατέρα του, άγνωστοι για μένα, που το παλικάρι ήταν και αυτό στο φορείο. Δεν εγνώριζα τι είχε. Μιλάω στον πατέρα του και του λέω, αφού πηγαίνει και αυτός στην Αθήνα, έστω μέχρι το αεροδρόμιο, να προσέχει και το δικό μου παιδί στο ασθενοφόρο. 

Το βράδυ, όταν κάποια στιγμή με πήρε ο ύπνος, βλέπω αυτό τον άνθρωπο, δηλαδή τον πατέρα του παιδιού, και τον ξαναπαρακαλώ. Τότε αυτός μου λέει: «Μείνε ήσυχη κυρά μου, θα το προσέχω σαν δικό μου παιδί και μη στεναχωριέσαι και μην κλαις. Το παιδί σου δεν έχει τίποτα και θα γίνει καλά». Τότε εγώ από την απάντηση που μου έδωσε ευχαριστήθηκα και του λέω: «Πες μου καλέ μου άνθρωπε ποιος είσαι∙ ίσως κάποτε βρεθούμε, να σε κεράσω ένα ποτήρι κρασί». Και τότε μου απαντά: «Είμαι από τον Άγιο Μύρωνα». Τότε ξύπνησα.

Το απόγευμα ήλθε η αδελφή μου με μια φίλη της να μου κάνουν παρέα. Εγώ τη φίλη της δεν τη γνώριζα ούτε ήξερα από πού είναι. Τους είπα όμως το όνειρό μου με κλάμα και αγωνία, γιατί δεν ήξερα ούτε καν πού υπάρχει αυτό το χωριό. Τότε μου λέει αυτή η κυρία: «Μην στεναχωριέσαι και μην ψάχνεις∙ εγώ είμαι από αυτό το χωριό και υπάρχει ο Άγιος Μύρων εκεί, που είναι πολύ θαυματουργός και τάξε το παιδί σου και θα το βοηθήσει να γίνει καλά». Αυτή η κυρία λέγεται Φωτεινή Σερδάκη.

Πράγματι, έταξα αμέσως το παιδί μου, όπως και με βοήθησε ο Άγιος και έγινε καλά και εκπλήρωσα το τάμα μου. Μετά όμως δεν ρώτησα ούτε πότε είναι η εορτή του ούτε τίποτα άλλο. Ενόμιζα πως η υποχρέωσή μου προς τον Άγιον ετελείωσε.

Μετά από επτά χρόνια, στις 6 Αυγούστου, ημέρα εορτής του Χριστού, πήρε ο γιος μου το αυτοκίνητο, χωρίς άδεια, χωρίς δίπλωμα, να κάνει μία βόλτα. Η βόλτα όμως κατέληξε σε τέσσερις τούμπες και το αυτοκίνητο σταμάτησε σε ένα βράχο με τις ρόδες προς τα πάνω. Το παιδί πρόλαβε η χάρη του Θεού και βγήκε από το τζάμι του οδηγού χωρίς καμιά γρατζουνιά.

Το βράδυ της ίδιας μέρας, βλέπω στον ύπνο μου ένα Ιερέα γνωστό μας και συζητάγαμε. Τον βλέπω και έψαχνε στην τσέπη του και τον ρωτάω: «Συγνώμη, τι ψάχνετε με τόση επιμονή;» Αυτός μου απαντά: «Μαρία, θέλω να δω πότε είναι η εορτή του Αίου Μύρωνος».

Ξυπνάω το πρωί και με αγωνία αρχίσαμε και εγώ και το παιδί μου να ψάχνουμε τα ημερολόγια να δούμε πότε είναι η εορτή. Πράγματι, την ημέρα που ψάχναμε ήταν η παραμονή. Και με βοήθησε η χάρη του και ήρθαμε μαζί με τον γιό μου το απόγευμα και τον ευχαριστήσαμε.  Και τότε είπα και υποσχέθηκα πως δεν θα τον ξεχάσω ποτέ και θα περάσω και τα θαύματά του στο βιβλίο του και είναι και θα είναι ο προστάτης του σπιτιού μου και των παιδιών μου και όλου του κόσμου.